- ὁλκάδες
- ὁλκάςship which is towedfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ОЛКАДЫ — • Olcădes, Όλκάδες, народ в тарраконской Испании по верхнему течению Аноса, часть которого Ганнибал переселил в Африку. Polib. 3, 14, 23. Liv. 25, 1. Первый называет этот город Альтея, второй Картея, что не следует смешивать сo… … Реальный словарь классических древностей
Олкады — Этнический состав населения Иберии около 200 года до н.э. Олкады (лат. Olcadi … Википедия
AUROSA — Harena, apud Ael. Lamprid in Heliogabalo, c. 31. Scobe auri porticum stravit et Argenti ut fit hodie de aurosa harena: quid sit, vide supra in voce Auri vena. Nempe quacumque pedibus iter faciebat Imperator, sternebatur via aurosa harenâ. Quem… … Hofmann J. Lexicon universale
ολκαδοπιττωτής — ὁλκαδοπιττωτής, ὁ (Α) αυτός που αλείφει με πίσσα τις ολκάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλκάς, άδος + πιττωτής, αττ. τ. τού πισσωτής (< πισσῶ < πίσσα)] … Dictionary of Greek
ολκαδοφθόρος — ὁλκαδοφθόρος, ον (Μ) αυτός που καταστρέφει τις ολκάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλκάς, άδος + φθόρος (< φθείρω)] … Dictionary of Greek
ολκαδοχρίστης — ὁλκαδοχρίστης, ὁ (Α) αυτός που αλείφει τις ολκάδες με πίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλκάς, άδος + χρίω «αλείφω»] … Dictionary of Greek
Αριστοφάνης — I (περ. 445 π.Χ. – 388; π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Θεωρείται ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της λεγόμενης αρχαίας αττικής κωμωδίας· είναι ο μόνος του οποίου έχουν διασωθεί ολόκληρες κωμωδίες. Για τη ζωή του δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα. Ήταν γιος του… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ναυτικό Ελλάδος (Πειραιώς) — Το μεγαλύτερο Ναυτικό Μουσείο της χώρας ιδρύθηκε το 1949 και από το 1971 στεγάζεται σε ένα ιδιόμορφο κτίριο στο μυχό της Mαρίνας Ζέας στη Φρεαττύδα του Πειραιά. Ανήκει σε ένα κοινωφελές μη κερδοσκοπικό σωματείο και είναι νομικό πρόσωπο Iδιωτικού… … Dictionary of Greek